- βροντοβόλημα
- το громовые раскаты, грохот; рокот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βροντοβόλημα — το ο συνεχής ισχυρός κρότος: Όλη τη νύχτα ακουγόταν το βροντοβόλημα του ουρανού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντοκόπημα — το το βροντοβόλημα: Δεν μπορώ να κοιμηθώ με τέτοια βροντοκοπήματα δίπλα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βροντολόγημα — το οι αδιάκοπες βροντές, το βροντοβόλημα: Το βροντολόγημα δε μ άφησε να κλείσω μάτι όλη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)